Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύπειρος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύπειρος -η -ο [polípiros] Ε5 : που διαθέτει πλούσια πείρα πολλών πραγμάτων, που έμαθε πολλά εκ πείρας, πεπειραμένος.

[λόγ. < αρχ. πολύπειρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες