Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύξερος -η -ο [políkseros] Ε5 : (συχνά ειρ., αρνητ.) που ξέρει πολλά πράγματα: Πες μας, πολύξερε, τι να κάνουμε τώρα; Mας κάνει τον πολύ ξερο (ενώ είναι αδαής).
[μσν. πολύξευρος `πανούργος΄ < πολυ- + ξεύρ(ω) -ος κατά την εξέλ. ξεύρω > ξέρω]



