Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολύμοχθος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύμοχθος -η -ο [polímoxθos] Ε5 : που (για να γίνει, να επιτευχθεί) απαιτεί πολύ κόπο, μόχθο· επίπονος, κοπιώδης: Πολύμοχθη προσπάθεια. Πολύμοχθο έργο. πολύμοχθα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πολύμοχθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go