Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυώνυμο το [poliónimo] Ο42 : (μαθημ.) αλγεβρική παράσταση που αποτελεί άθροισμα μονωνύμων: Aκέραιο / ρητό ~, που όλοι οι όροι του είναι ακέραιοι / ρητοί αριθμοί.
[λόγ. < γαλλ. polynἄme < poly- = πολυ- + -nome < αρχ. νόμος κατά το binἄme = διώνυμο με σφαλερή ταύτιση προς το πολυώνυμος (σύγκρ. διώνυμο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυώνυμος -η -ο [poliónimos] Ε5 : που έχει, που παρουσιάζεται με πολλά ονόματα.
[λόγ. < αρχ. πολυώνυμος]



