Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυσυζητημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυσυζητημένος -η -ο [polisizitiménos] Ε3 : που έχει συζητηθεί πολύ: Tο θέμα είναι πολυσυζητημένο.

[πολυ- + συζητημένος μππ. του συζητώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες