Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυσθενής -ής -ές [polisθenís] Ε10 : 1. (χημ.) για στοιχείο ή για ρίζα με περισσότερα από ένα σθένη 2. ANT μονοσθενής. 2. (κοινων.) για κοινωνικές ομάδες που αντλούν εισοδήματα από πολλές, διαφορετικές πηγές: Πολυσθενή κοινωνικά στρώματα.
[λόγ. πολυ- + σθέν(ος) -ής μτφρδ. γαλλ. polyvalent (διαφ. το σπάν. ελνστ. πολυσθενής `πολύ ισχυρός΄)]



