Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυσήμαντος -η -ο [polisímandos] Ε5 : 1. που έχει περισσότερες από μία σημασίες, πολύσημος. ANT μονοσήμαντος. 2. ο βαρυσήμαντος.
[λόγ. < ελνστ. πολυσήμαντος (στη σημ. 1)]



