Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυπρόσωπος -η -ο [poliprósopos] Ε5 : 1. που αποτελείται, που συντίθεται από πολλά πρόσωπα, άτομα: Πολυπρόσωπη ηγεσία / αντιπροσωπεία. H ομάδα παρέταξε μια πολυπρόσωπη άμυνα. Πολυπρόσωπο θεατρικό έργο, στο οποίο εμφανίζονται πολλά πρόσωπα (ρόλοι, ηθοποιοί). 2. (μτφ.) που εμφανίζεται με πολλά (και διαφορετικά) πρόσωπα, ανειλικρινής· (πρβ. διπλοπρόσωπος).
[λόγ. < αρχ. πολυπρόσωπος]



