Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυποίκιλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυποίκιλος -η -ο [polipíkilos] Ε5 : που παρουσιάζει, που εμφανίζει μεγάλη ποικιλία (μορφών, ειδών, όψεων, χρωμάτων κτλ.): Πολυποίκιλα ενδιαφέροντα. Πολυποίκιλες δραστηριότητες / αντιδράσεις. Πολυποίκι λα χρώματα. πολυποίκιλα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πολυποίκιλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go