Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυνίκης ο [poliníkis] Ο10 θηλ. πολυνίκης [poliníkis] : (αθλ.) αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές, που έχει επιτύχει πολλές νίκες: Ο Άρης αναδεί χτηκε ~ στο μπάσκετ. H αθλήτρια αναδείχτηκε ~ στην κολύμβηση. || (ως επίθ.): ~ σύλλογος / αθλητής.
[λόγ. < ελνστ. πολυνίκης `που έχει κατακτήσει πολλές φορές΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



