Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυμερισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυμερισμός ο [polimerizmós] Ο17 : (χημ.) η διαδικασία της ένωσης αριθμού όμοιων ή ομοιόμορφων μικρών μορίων (μονομερών) για το σχηματισμό μεγαλύτερων (πολυμερών), η μετατροπή μιας χημικής ένωσης σε άλλη με την ίδια σύσταση αλλά με διπλάσιο ή πολλαπλάσιο μοριακό βάρος: Mε τη θερμότητα και την πίεση επιτυγχάνεται ο ~ στην πετροχημεία.

[λόγ. πολυμερ(ίζω) -ισμός μτφρδ. γαλλ. polymérisation < polymère (δες στο πολυμερής3)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go