Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυμελής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυμελής -ής -ές [polimelís] Ε10 : που αποτελείται, που συνίσταται από πολλά μέλη1. ANT ολιγομελής: ~ οικογένεια / αντιπροσωπεία / επιτροπή / ομάδα. Πολυμελές δικαστήριο. ~ θίασος. || (ως ουσ.) το πολυμελές, για δικαστήριο.

[λόγ. < αρχ. πολυμελής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go