Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυμήχανος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυμήχανος -η -ο [polimíxanos] Ε5 : που επινοεί, που εφευρίσκει, που μηχανεύεται πολλά τεχνάσματα, επινοητικός: Ο ~ Οδυσσέας.

[λόγ. < αρχ. πολυμήχανος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go