Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυλογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυλογώ [poliloγó] Ρ10.9α : λέω πολλά και συνήθ. περιττά λόγια, μιλάω δίνοντας μεγάλη έκταση στο λόγο μου, φλυαρώ, κυρίως στις εκφράσεις να μην τα ~ / να μη σ΄ τα ~ / να μην τα πολυλογούμε, με λίγα λόγια.

[λόγ. < ελνστ. πολυλογῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go