Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυλογάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυλογάς -ού -άδικο / -ούδικο [poliloγás] Ε9α : που λέει πολλά λόγια, φλύαρος: Πολυλογάδικο παιδί. || (ως ουσ.): Δε σταμάτησε να μιλάει, ο ~!

[πολυ- + λόγ(ος) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go