Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυκοσμία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυκοσμία η [polikozmía] Ο25 : η ύπαρξη, η συγκέντρωση, ο συνωστισμός πλήθους ανθρώπων στον ίδιο χώρο: Δεν μπορούσαμε να κουνηθού με από την ~. Δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο από την ~.

[λόγ. πολυ- + κόσμ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go