Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυκλινική η [poliklinikí] Ο29 : ιδιωτικό θεραπευτικό και νοσηλευτικό ίδρυμα με πολλά τμήματα και με κατάλληλο εξοπλισμό για τη θεραπεία ασθενών που πάσχουν από ποικίλα νοσήματα.
[λόγ. < γαλλ. polyclinique < poly- = πολυ- + clinique = κλινική (για την παραγωγή δες πολυ-3)]



