Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυκαταλαβαίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυκαταλαβαίνω [polikatalavéno] Ρ (βλ. καταλαβαίνω) : (σε αρνητικές προτάσεις) καταλαβαίνω κτ. σε ικανοποιητικό βαθμό: Είπε ότι του άρεσε το έργο, όταν το κουβεντιάσαμε όμως μου φάνηκε ότι δεν το πολυκατάλαβε.

[πολυ-2 + καταλαβαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go