Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυκαταλαβαίνω [polikatalavéno] Ρ (βλ. καταλαβαίνω) : (σε αρνητικές προτάσεις) καταλαβαίνω κτ. σε ικανοποιητικό βαθμό: Είπε ότι του άρεσε το έργο, όταν το κουβεντιάσαμε όμως μου φάνηκε ότι δεν το πολυκατάλαβε.
[πολυ-2 + καταλαβαίνω]



