Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυκαιρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυκαιρία η [polikería] Ο25α : μεγάλο χρονικό διάστημα, που έχει περάσει: Tο ύφασμα φθάρηκε / το χαρτί κιτρίνισε / το χρώμα ξεθώριασε από την ~.

[λόγ. < μσν. πολυκαιρία < πολυ- + καιρ(ός) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες