Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυθεϊστικός -ή -ό [poliθeistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πολυθεϊσμό ή στον πολυθεϊστή. ANT μονοθεϊστικός: Πολυθεϊστικές θρησκείες.
[λόγ. πολυθεϊσ(μός) -τικός]



