Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυθεσίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυθεσίτης ο [poliθesítis] Ο10 θηλ. πολυθεσίτισσα [poliθesítisa] Ο27 : αυτός που κατέχει περισσότερες από μία θέσεις εργασίας σε δημόσιους ή άλλους οργανισμούς: Οι πολυθεσίτες αυξάνουν την ανεργία.

[πολυθεσ(ία) -ίτης· πολυθεσίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες