Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυθεσία η [poliθesía] Ο25 : η κατοχή περισσότερων από μία θέσεων εργασίας σε δημόσιους ή άλλους οργανισμούς: H ~ είναι παράνομη στο δημόσιο.
[λόγ. πολυ- + θέσ(ις)-ία]



