Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυετής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυετής -ής -ές [polietís] Ε10 : που διαρκεί πολλά χρόνια, μακροχρόνιος: Πολυετείς πόλεμοι / σπουδές. Πολυετές συμβόλαιο. Επέστρεψε στη γενέτειρά του ύστερα από πολυετή απουσία στο εξωτερικό. || (για φυτό) που ζει πολλά χρόνια. ANT μονοετής: Πολυετή φυτά.

[λόγ. < ελνστ. πολυετής, αρχ. σημ.: `ύστερα από πολλά χρόνια΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go