Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυεθνικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυεθνικός -ή -ό [polieθnikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σε, που αποτελεί ται από ή που περιλαμβάνει πολλά έθνη, κράτη, εθνότητες: Πολυεθνική στρατιωτική δύναμη. Πολυεθνικό κράτος. Πολυεθνικοί οργανισμοί, διεθνείς. 2. που εκτείνεται, που ασκεί δραστηριότητες σε πολλά κράτη: Πολυεθνικές επιχειρήσεις. Πολυεθνικά μονοπώλια. Πολυεθνική εταιρεία και ως ουσ. η πολυεθνική, επιχείρηση με μονάδες παραγωγής και εγκαταστά σεις σε πολλές χώρες, που λειτουργεί με κεντρικό σχεδιασμό και με τζίρο που σε μεγάλο μέρος του πραγματοποιείται στο εξωτερικό.

[λόγ. πολυ- + έθν(ος) -ικός μτφρδ. αγγλ. multinational (διαφ. το ελνστ. πολυεθνής `πολυάριθμος΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go