Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυαρχία η [poliarxía] Ο25 : 1. καθεστώς, στο οποίο η εξουσία είναι μοιρασμένη και ασκείται από πολλούς συγχρόνως. 2. (αρνητ.) κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από αδυναμία να ασκηθεί μια εξουσία με ενιαίο, με συνεκτικό τρόπο.
[λόγ. < αρχ. πολυαρχία]



