Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυαιθυλένιο το [polieθilénio] Ο42 : (χημ.) πλαστική ύλη, που παράγεται με πολυμερισμό από το αιθυλένιο και χρησιμοποιείται βιομηχανικά στην κατασκευή ανθεκτικών προϊόντων: Mονάδα / εργοστάσιο παραγω γής πολυαιθυλενίου. Πλαστικοί σάκοι από ~.
[λόγ. < γαλλ. polyéthylène < poly- = πολυ- + éthylène = αιθυλένιο]



