Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυήμερος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυήμερος -η -ο [poliímeros] Ε5 : που διαρκεί πολλές ημέρες· ANT ολιγοήμερος: Πολυήμερες διακοπές / διαπραγματεύσεις. Πολυήμερη άδεια / απουσία.

[λόγ. < αρχ. πολυήμερος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go