Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυήμερος -η -ο [poliímeros] Ε5 : που διαρκεί πολλές ημέρες· ANT ολιγοήμερος: Πολυήμερες διακοπές / διαπραγματεύσεις. Πολυήμερη άδεια / απουσία.
[λόγ. < αρχ. πολυήμερος]



