Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολλοστημόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολλοστημόριο το [polostimório] Ο42 : το ελάχιστο μέρος, τμήμα ενός όλου: H τωρινή αξία του υποτιμημένου νομίσματος δεν αποτελεί παρά ~ της αρχικής.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. πολλοστημόριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες