Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολιορκητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολιορκητής ο [poliorkitís] Ο7 : αυτός που πολιορκεί μια πόλη, ένα κάστρο, φρούριο κτλ.: Οι πολιορκητές εγκαταστάθηκαν έξω από τα τείχη της πόλης.

[λόγ. < ελνστ. πολιορκητής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go