Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολεοδόμηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεοδόμηση η [poleoδómisi] Ο33 : η ενέργεια του πολεοδομώ: Δημοτική επιχείρηση πολεοδόμησης.

[λόγ. πολεοδομη- (πολεοδομώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go