Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολεμίστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεμίστρα η [polemístra] Ο25 : στενό άνοιγμα τείχους ή οχυρώματος, από όπου αμύνονται οι υπερασπιστές του εναντίον των επιτιθεμένων: Οι υπερασπιστές του φρουρίου πυροβολούσαν από τις πολεμίστρες.

[μσν. πολεμίστρα < πολεμησ- (πολεμώ) -τρα (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες