Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποικιλόχρωμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποικιλόχρωμος -η -ο [pikilóxromos] Ε5 : που έχει πολλά διαφορετικά χρώματα, πολύχρωμος.

[λόγ. < ελνστ. ποικιλόχρωμος (αρχ. ποικιλόχρως)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες