Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποικιλότροπος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποικιλότροπος -η -ο [pikilótropos] Ε5 : που εμφανίζεται, που εκδηλώνεται ή γίνεται κατά ποικίλους τρόπους. ποικιλοτρόπως & ποικιλότροπα ΕΠIΡΡ: Έδειξε την ευγνωμοσύνη του ~.

[λόγ. < ελνστ. ποικιλότροπος· λόγ. < μσν. ποικιλοτρόπως < ποικιλότροπ(ος) -ως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go