Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποικιλόθερμος -η -ο [pikilóθermos] Ε5 : (ζωολ.) που η θερμοκρασία του μεταβάλλεται. || (συνήθ. ως ουσ.) τα ποικιλόθερμα, τα ζώα (τα ερπετά, τα αμφίβια και τα ψάρια), που η θερμοκρασία τους αλλάζει ανάλογα με αυτήν που επικρατεί κάθε φορά στο περιβάλλον.
[λόγ. < γαλλ. poikilo therme < αρχ. ποικίλ(ος) -ο- + -therme < αρχ. θερμός]



