Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδόλουτρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποδόλουτρο το [poδólutro] Ο41 : το βούτηγμα και η παραμονή των ποδιών μέσα σε νερό για ανακούφιση από πόνο, κούραση ή για θεραπευτικούς σκοπούς: Zεστό / χλιαρό / κρύο ~. Aυτό που μου χρειάζεται ύστερα από το περπάτημα είναι ένα ζεστό ~.

[λόγ. ποδο- + λουτρ(όν) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες