Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδοσφαιρόφιλος -η -ο [poδosferófilos] Ε5 : (κυρ. ως ουσ.) ο ποδοσφαιρόφιλος, αυτός που του αρέσει το ποδόσφαιρο και παρακολουθεί συχνά τους αγώνες, ο φίλαθλος του ποδοσφαίρου: Οι αγώνες της Kυριακής πρόσφεραν πλούσιο θέαμα στους ποδοσφαιρόφιλους.
[λόγ. ποδόσφαιρ(ον) -ο- + -φιλος]



