Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδαρόδρομος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποδαρόδρομος ο [poδaróδromos] Ο20 : το περπάτημα μιας σχετικά μακρινής απόστασης, συνήθ. για να δηλωθεί και η κούραση που αυτό συνεπάγεται: Aπό το σπίτι μου στη δουλειά είναι μισή ώρα ~.

[ποδάρ(ι) -ο- + δρόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες