Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποδαρικό το [poδarikó] Ο38 : 1. (λαογρ.) η καλή ή κακή τύχη, που φέρνει η εμφάνιση, η παρουσία του πρώτου επισκέπτη ή πελάτη, σε ορισμένο συνήθ. χρόνο (πρωί, πρωτομηνιά, πρωτοχρονιά κτλ.): Kάνω καλό / κακό ~. 2. (λαϊκότρ.) το πέδιλο του αργαλειού, που κινείται με το πόδι. 3. (οικοδ.) το κάτω μέρος, η βάση κατακόρυφων στοιχείων (ορθοστατών, στύλων κτλ.). 4. (παρωχ.) το πόδι τραπεζιού ή άλλου επίπλου.
[ποδάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]



