Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλωτός -ή -ό [plotós] Ε1 : 1. που πάνω του μπορεί κάποιος να πλεύσει: Ο Δούναβης είναι ~ ποταμός. 2. που πλέει, που επιπλέει στο νερό: Πλωτή εξέδρα / γέφυρα / δεξαμενή. Πλωτό νοσοκομείο / εστιατόριο, που είναι εγκατεστημένο πάνω σε πλοίο. Πλωτά μέσα.
[λόγ. < αρχ. πλωτός]



