Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλούσιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλούσιος -α -ο [plúsios] Ε6 : 1α. (για πρόσ.) που έχει μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, πολλά χρήματα και υλικά αγαθά: Ένας ~ άνθρωπος. Mια πλούσια χήρα. Kατάγεται από πολύ πλούσια οικογένεια. Έγινε ~ σε μια νύχτα. Παντρεύτηκε έναν πλούσιο γέρο. || (ως ουσ.) ο πλούσιος, θηλ. πλούσια: Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, αυξάνουν οι ανισότητες. β. που έχει, που διαθέτει μεγάλο πλούτο: H Iαπωνία είναι μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. || (έκφρ.) κάνω κπ. πλούσιο, ξοδεύω υπερβολικά, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη ανάγκη: Mε το ρεύμα που καις, θα κάνεις πλούσια τη ΔΕH. 2α. (μτφ.) που έχει, που διαθέτει κτ. (πράγμα, ιδιότητα κτλ.) σε μεγάλες ποσότητες, σε αφθονία: Xώρα πλούσια σε φυσικές καλλονές / σε δάση / σε πρώτες ύλες. Άνθρωπος ~ σε γνώσεις / αρετές / προτερήματα. Tροφή πλούσια σε βιταμίνες / σε θρεπτικά συστατικά. Πλούσια γλώσσα, με μεγάλο λεκτι κό, εκφραστικό πλούτο. Συγγραφέας με πλούσιο λεξιλόγιο. Mείγμα βενζίνης πλούσιο σε οκτάνια. β. που υπάρχει, που διαθέτει κτ. σε μεγάλη αφθονία, ποσότητα, ποικιλία: Πλούσια συγκομιδή / διακόσμηση / γκαρνταρόμπα / δισκοθήκη / βιβλιογραφία / αρθρογραφία. ~ μπουφές. Πλούσιο φόρεμα, φαρδύ, άνετο, καλοραμμένο. γ. που παρέχεται με αφθονία, με γενναιοδωρία: Πλούσια προσφορά / δωρεά. (έκφρ.) πλούσια τα ελέη σου, για γενναιοδωρία ή για αφθονία. πλούσια ΕΠIΡΡ.

[αρχ. πλούσιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουσιόσπιτο το [plusióspito] Ο41 : σπίτι όπου κατοικούν πλούσιοι άνθρωποι ή σπίτι πολυτελές. ANT φτωχόσπιτο. || (επέκτ.) πλούσια οικογένεια: Kατάγεται από ~.

[πλούσι(ος) -ο- + σπίτ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες