Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλουτισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλουτισμός ο [plutizmós] Ο17 : 1. η απόκτηση πλούτου: Kατηγορήθηκε για παράνομο πλουτισμό. 2. (μτφ.) η αύξηση, η διεύρυνση με την απόκτηση, με τη συμπλήρωση καινούριων στοιχείων: Ο ~ της προσωπικότητας / του προβληματισμού / της φαντασίας.

[λόγ. < μσν. πλουτισμός < πλουτισ- (πλουτίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go