Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλουσιόπαιδο το [plusiópeδo] Ο41 : χαρακτηρισμός για παιδί πλούσιας οικογένειας. ANT φτωχόπαιδο: Πήγαμε σε ένα μπαρ που συχνάζουν πλουσιόπαιδα.
[πλούσι(ος) -ο- + παιδ(ί) -ο]



