Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλουραλιστικός -ή -ό [pluralistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πλουραλισμό ή στον πλουραλιστή: Πλουραλιστική πολιτική / δημοκρατία / κοινωνία. Πλουραλιστική ενημέρωση της κοινής γνώμης.
πλουραλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πλουραλιστ(ής) -ικός]



