Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλοιοκτήτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλοιοκτήτης ο [plioktítis] Ο10 θηλ. πλοιοκτήτρια [plioktítria] Ο27 : ο ιδιοκτήτης πλοίου ή πλοίων: Mηνύθηκε ο πλοίαρχος και ο ~ για ρύπανση της θάλασσας. || (ως επίθ.): H πλοιοκτήτρια εταιρεία.

[λόγ. πλοί(ον) -ο- + -κτήτης κατά το ιδιοκτήτης· λόγ. πλοικτή(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go