Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλοηγός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλοηγός ο [ploiγós] Ο17 : αυτός που πλοηγεί, που οδηγεί πλοηγίδα, πιλότος: Ο πλοίαρχος του κρουαζιερόπλοιου ζήτησε πλοηγό, για να τον οδηγήσει με ασφάλεια στο λιμάνι. || Aυτόματος ~, αυτόματος πιλότος.

[λόγ. πλο- (δες πλους) + -ηγός κατά το οδηγός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go