Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλησίον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλησίον [plisíon] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) κοντά, σε μικρή απόσταση. || (ως ουσ., άκλ.) ο πλησίον, (εκκλ. αλλά και γενικότ.) ο συνάνθρωπος, ο διπλα νός: Mην αδιαφορείς για τον ~ σου. Aγάπα τον ~ σου σαν τον εαυτό σου.

[λόγ. < αρχ. πλησίον, ὁ πλησίον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go