Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πληκτρολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πληκτρολογώ [pliktroloγó] -ούμαι Ρ10.9 : χειρίζομαι μια συσκευή που διαθέτει πλήκτρα. || (ειδικότ.) γράφω, μεταγράφω, διαβιβάζω κείμενα, στοιχεία κτλ. πιέζοντας τα πλήκτρα μιας συσκευής (γραφομηχανής, υπολογιστή κτλ.).

[λόγ. πλήκτρ(ον) -ο- + -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go