Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλεόνασμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεόνασμα το [pleónazma] Ο49 : αυτό (η ποσότητα, το ποσό) που περισσεύει, που είναι περισσότερο από το κανονικό, το απαραίτητο κτλ.· περίσσευμα. ANT έλλειμμα: Tο ~ των αγροτικών προϊόντων εξάγεται. Ο προϋπολογισμός / το ισοζύγιο πληρωμών παρουσιάζει ~, τα έσοδα είναι μεγαλύτερα από τις δαπάνες.

[λόγ. < ελνστ. πλεόνασμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονασματικός -ή -ό [pleonazmatikós] Ε1 : που αναφέρεται σε πλεόνασμα, που παρουσιάζει πλεόνασμα. ANT ελλειμματικός: Ο προϋπολογισμός του προηγούμενου έτους υπήρξε ~.

[λόγ. πλεονασματ- (πλεόνασμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go