Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλεονεξία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεονεξία η [pleoneksía] Ο25 : αρνητική ιδιότητα του χαρακτήρα ενός προσώπου που επιδιώκει να έχει, να αποκτά περισσότερα από όσα πήρε, από όσα έχει, δικαιούται κτλ. (συνήθ. σε βάρος τρίτων): H ~ είναι μεγά λο ελάττωμα. Έπεσε θύμα της πλεονεξίας του και έχασε κι αυτά που είχε.

[λόγ. < αρχ. πλεονεξία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go