Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλεξιγκλάς το [pleksiglás] Ο (άκλ.) : υαλώδης, άθραυστη συνθετική ύλη: Στέγαστρο / κράνος από ~.
[λόγ. < γαλλ. Ρlexiglas < αγγλ. Ρlexiglas σήμα κατατ. < αρχ. πλεξ- (πλέκω)]



