Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλεξιγκλάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλεξιγκλάς το [pleksiglás] Ο (άκλ.) : υαλώδης, άθραυστη συνθετική ύλη: Στέγαστρο / κράνος από ~.

[λόγ. < γαλλ. Ρlexiglas < αγγλ. Ρlexiglas σήμα κατατ. < αρχ. πλεξ- (πλέκω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go